- γυμνήτις
- ηβλ. γυμνήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνήτιδος — γύμνητις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνήτης — γυμνήτης, ο (θηλ. γυμνῆτις, ιδος, η) (Α) 1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος 2. γυμνός, γυμνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του γυμνής με το επίθημα της] … Dictionary of Greek